- ανάρηχος
- -η, -οπολύ ρηχός, άβαθος: Στο μέρος εκείνο το ποτάμι ήταν ανάρηχο το καλοκαίρι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.